FAQs - Καρδιολογικό Ιατρείο Στέφανου Δεσποτόπουλου

Loading color scheme

Εάν χρειάζεστε βοήθεια, έχουμε μια λίστα με τις συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις. Προσπαθούμε να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή ιατρική - γνωσιακή εμπειρία. Κάντε κλικ σε μια ερώτηση παρακάτω για να δείτε την απάντηση.

Η φυσιολογική καρδιά αποτελείται από τέσσερις κοιλότητες. Οι δύο άνω κοιλότητες (που ονομάζονται κόλποι) είναι δεξαμενές που αντλούν το αίμα επιστρέφοντάς το πίσω στην καρδιά. Από τους κόλπους, το αίμα ρέει στις δύο κατώτερες κοιλότητες (που ονομάζονται κοιλίες) οι οποίες προωθούν το αίμα, με κάθε καρδιακό παλμό, στις κεντρικές αρτηρίες. Από τη δεξιά πλευρά της καρδιάς μία από αυτές τις αρτηρίες (η πνευμονική αρτηρία) μεταφέρει αίμα στους πνεύμονες για επαν-οξυγόνωση, ενώ η αριστερή πλευρά της καρδιάς προωθεί το αίμα στην άλλη κύρια αρτηρία (την αορτή), η οποία με τη σειρά της προμηθεύει με αίμα το υπόλοιπο σώμα.

Οι δύο κοιλίες και οι δύο κόλποι διαχωρίζονται μεταξύ τους με ιστό και ονομάζονται «διαφράγματα». Η διαίρεση μεταξύ των κόλπων ονομάζεται «μεσοκολπικό διάφραγμα» και ο διαχωρισμός των δύο κοιλιών αποτελεί το «μεσοκοιλιακό διάφραγμα». Το μη οξυγονωμένο αίμα επιστρέφει στο δεξιό κόλπο από το σώμα μέσω των δύο κύριων φλεβών που ονομάζονται «άνω κοίλη φλέβα» και «κάτω κοίλη φλέβα». Εν συνεχεία το αίμα προωθείται από τη δεξιά κοιλία στους πνεύμονες για εκ νέου οξυγόνωσή του. Ακολούθως επιστρέφει μέσω των δύο φλεβών από κάθε πνεύμονα, στον αριστερό κόλπο και προωθείται από την αριστερή κοιλία ξανά στη συστηματική κυκλοφορία και σε ολόκληρο το σώμα.

Η καρδιά διαθέτει τον δικό της εσωτερικό «βηματοδότη», ο οποίος ελέγχει τον ρυθμική λειτουργία της. Δημιουργεί μια ηλεκτρική ώση η οποία εκπολώνει κατ’ αρχάς τους κόλπους και δεύτερον τις κοιλίες που συστέλλονται με τη σειρά τους. Με κάθε συστολή το αίμα προωθείται, ενώ μετέπειτα ο καρδιακός μυς χαλαρώνει και οι κοιλίες γεμίζουν με αίμα, έτοιμες για την επόμενη συστολή.

Υπάρχουν τέσσερις βαλβίδες που ελέγχουν τη ροή του αίματος μέσω της καρδιάς. Όλες αποτελούνται από δύο ή τρείς πτυχές οι οποίες ανοίγουν επιτρέποντας την κυκλοφορία του αίματος σε κάθε καρδιακό κύκλο ενώ μετέπειτα παραμένει κλειστή ώστε να εμποδίζεται η παλινδρόμηση του αίματος προς τη λάθος κατεύθυνση.

Το αποξυγονωμένο αίμα που επιστρέφει από το σώμα συλλέγεται στο δεξιό κόλπο. Ρέει στη δεξιά κοιλία μέσω της «τριγλώχινος βαλβίδας». Στη συνέχεια προωθείται μέσω της «πνευμονικής βαλβίδας» στην πνευμονική αρτηρία στο δρόμο προς τους πνεύμονες. Το οξυγονωμένο αίμα που επιστρέφει από τους πνεύμονες συλλέγεται στον αριστερό κόλπο και ρέει μέσω της «μιτροειδούς βαλβίδας» στην αριστερή κοιλία. Στη συνέχεια αντλείται μέσω της «αορτικής βαλβίδας» στην αορτή και στο σώμα.

Είναι ένας ακουστός μέσω του στηθοσκοπίου ήχος και ξεχωρίζει από τους φυσιολογικούς καρδιακούς τόνους. Συνήθως τον ακούει πρώτος ο παιδίατρος είτε στην νεογνική ηλικία, είτε αργότερα. Μπορεί να οφείλεται είτε σε μια παθολογική επικοινωνία («τρύπα») ανάμεσα σε δύο κοιλότητες της καρδιάς, είτε σε στένωση μιας βαλβίδας, οπότε και απαιτείται χρόνια παρακολούθηση ή και αντιμετώπιση. Συνήθως όμως δεν οφείλεται σε τίποτε από αυτά και αποτελεί ένα φυσιολογικό εύρημα. Στην περίπτωση αυτή ονομάζεται αθώο ή λειτουργικό φύσημα και δεν απαιτείται κανενός είδους θεραπεία ή παρακολούθηση.

Το στρες είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης καθημερινότητας, αλλά το υπερβολικό άγχος και ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεστε το άγχος μπορεί να έχει αντίκτυπο στην καρδιαγγειακή υγεία. Το άγχος μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης και χοληστερόλης, τα οποία αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων. Επιπλέον, ορισμένα άτομα το εξωτερικεύουν μέσω πολλών αρνητικών συνηθειών, όπως διαιτητική εκτροπή, κάπνισμα ή υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ για να αντιμετωπίσουν το υπερβολικό άγχος και αυτές οι συμπεριφορές αυξάνουν επιπροσθέτως τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων.

Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που μπορεί να σας θέσουν σε κίνδυνο για καρδιακά προβλήματα, μερικά από τα οποία μπορούν να αλλάξουν. Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν:

1.Κάπνισμα

2.Υψηλή χοληστερόλη

3.Υψηλή αρτηριακή πίεση

4.Καθιστική ζωή

5.Υπερβολικό σωματικό λίπος

6.Διαβήτης

Η παρουσία περισσότερων από έναν από αυτούς τους παράγοντες αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για καρδιακά προβλήματα. Επιπλέον, το άγχος, η κατανάλωση αλκοόλ και η διατροφή είναι άλλοι παράγοντες που μπορούν να αυξήσουν τις πιθανότητές σας να αντιμετωπίζετε προβλήματα που σχετίζονται με την καρδιά.

Στις περισσότερες περιπτώσεις δε γνωρίζουμε το πρωτογενές αίτιο αρτηριακής υπέρτασης και την αποκαλούμε ιδιοπαθή αρτηριακή υπέρταση. Στις περιπτώσεις εκείνες που η υπέρταση οφείλεται σε υποκείμενες παθολογικές καταστάσεις, την αποκαλούμε δευτεροπαθή αρτηριακή υπέρταση και ευθύνεται για το 5-10% των νέων διαγνώσεων υπέρτασης ενηλίκων. Τα κυριότερα αίτια δευτεροπαθούς υπέρτασης, τα οποία πάντα οφείλουν να αποκλείονται σε νέους ασθενείς κάτω των 35 ετών, είναι:

1. Η χρόνια νεφρική νόσος, η υπνική άπνοια, η νεφραγγειακή υπέρταση λόγω στένωσης νεφρικής αρτηρίας (συνήθως αθηρωματικής αιτιολογίας ή ινομυώδους δυσπλασίας (FMD)) και λιγότερο συχνά ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός. Άλλα αίτια όπως το σύνδρομο Cushing, η στένωση του ισθμού της αορτής και το φαιοχρωμοκύττωμα είναι σπανιότερα.

2. Φάρμακα (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, αντισυλληπτικά, ερυθροποιητίνη, κυκλοσπορίνη, αποσυμφορητικά ρινός, κορτικοειδή) και ουσίες (π.χ. κοκαΐνη) μπορεί να προκαλέσουν αύξηση της πίεσης.

3. Η υπόνοια δευτεροπαθούς υπέρτασης μπορεί να τεθεί από την ηλικία εκδήλωσης, το ιστορικό, την κλινική εξέταση ή ορισμένες φορές στα πλαίσια του εργαστηριακού ελέγχου. Πολύ αυξημένη αρτηριακή πίεση, αιφνίδια εμφάνιση της υπέρτασης και ανθεκτική υπέρταση μπορεί επίσης να υποκρύπτουν δευτεροπαθή υπέρταση.

Διερεύνηση για δευτεροπαθή αίτια υπέρτασης χρειάζεται μόνο σε ορισμένες επιλεγμένες περιπτώσεις. Ο έλεγχος αυτός μπορεί να είναι πολύπλοκος και δαπανηρός και να συνεπάγεται ταλαιπωρία για τον ασθενή.

Με τον όρο αρρυθμία περιγράφεται ένα σύνολο παθολογικών καταστάσεων που χαρακτηρίζονται από ακανόνιστους καρδιακούς παλμούς. Η καρδιά μπορεί να συστέλλεται είτε πολύ γρήγορα (ταχυαρρυθμία), είτε πολύ αργά (βραδυαρρυθμία), είτε πρώιμα (εκτακτοσυστολική αρρυθμία) ή τέλος ακανόνιστα (κολπική μαρμαρυγή).

Οι αρρυθμίες εμφανίζονται όταν τα ηλεκτρικά ερεθίσματα του φυσιολογικού βηματοδότη της καρδιάς (δηλ. ο φλεβόκομβος - ο συντονιστής των καρδιακών παλμών) δεν άγονται ομοιόμορφα και συντονισμένα. Για παράδειγμα, μερικοί άνθρωποι βιώνουν ακανόνιστους καρδιακούς παλμούς, που μπορεί να γίνονται αντιληπτοί ως αίσθημα ότι η καρδιά τους «τρέχει» ή ως αίσθημα «φτερουγίσματος».

Πολλές καρδιακές αρρυθμίες είναι αβλαβείς. Ωστόσο, εάν είναι ιδιαιτέρως κακοήθεις ή προκύπτουν από αδύναμες ή δυσλειτουργούσες καρδίες, μπορούν να είναι ιδιαίτερα απειλητικές και να προκαλέσουν σοβαρές ή και δυνητικά θανατηφόρες επιπλοκές.

Η κολπική μαρμαρυγή (AFib) είναι μια από τις συνηθέστερες αρρυθμίες, κυρίως, για τα άτομα άνω των 65 ετών, αλλά και για νεότερους αρκετά συχνά. Είναι ένα πρόβλημα υγείας το οποίο συχνά επηρεάζει σημαντικά την καθημερινότητα των ασθενών. Η καρδιά είναι μια αντλία και για να λειτουργήσει αποτελεσματικά ρυθμίζεται από έναν εσωτερικό βηματοδότη που καθορίζει την καρδιακή συχνότητα και ρυθμό. Κανονικά το ηλεκτρικό ερέθισμα ξεκινά από τη βάση της καρδιάς, ταξιδεύει προς τα κάτω από τις ανώτερες κοιλότητες (τους κόλπους) στις κατώτερες κοιλότητες (τις κοιλίες) και οδηγεί σε μια κανονική ρυθμική συστολή των κοιλιών.

Σε περιπτώσεις κολπικής μαρμαρυγής, ο έλεγχος της ηλεκτρικής δραστηριότητας στους κόλπους αποδιοργανώνεται, γίνεται χαοτικός και οι κόλποι ινιδίζουν, προκαλώντας έναν ακανόνιστο ρυθμό. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον ασθενή με κολπική μαρμαρυγή είναι τα θρομβοεμβολικά επεισόδια με κυριότερο, το ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Μερικοί ασθενείς δεν αντιλαμβάνονται τα επεισόδια κολπικής μαρμαρυγής και σε αυτούς ο κίνδυνος παραμένει υψηλός. Σε αυτούς, η πρώτη διάγνωση κολπικής μαρμαρυγής μπορεί να τεθεί ταυτόχρονα με την είσοδό τους σε νοσοκομείο λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου.

Άλλοι ασθενείς μπορεί να αντιλαμβάνονται τον ακανόνιστο καρδιακό ρυθμό και η αίσθηση αυτή μπορεί να τους είναι δυσάρεστη. Εάν ο καρδιακός παλμός είναι πολύ ταχύς για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί επίσης να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια (τάχυ-μυοκαρδιοπάθεια). Ως εκ τούτου, ένας βασικός στόχος παγκοσμίως είναι η ενημέρωση των ασθενών και η ευαισθητοποίηση τους γύρω από την κολπική μαρμαρυγή, προκειμένου έγκαιρα να διαγνωσθεί και να αντιμετωπισθεί ώστε να αποφευχθούν τα εγκεφαλικά επεισόδια και η καρδιακή ανεπάρκεια.

Η κολπική μαρμαρυγή μπορεί να είναι πρωτοπαθής ηλεκτρική διαταραχή της καρδιάς ή να σχετίζεται με υποκείμενα καρδιακά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων παθήσεων στις καρδιακές βαλβίδες, στις στεφανιαίες αρτηρίες, μυοκαρδιοπάθειες, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή να σχετίζεται με προβλήματα του θυρεοειδούς αδένα ή με άλλες διαταραχές του μεταβολισμού. Σήμερα υπάρχουν πολλοί τρόποι ελέγχου και θεραπείας της κολπικής μαρμαρυγής (έλεγχος ρυθμού ή έλεγχος συχνότητας) και περιλαμβάνουν τόσο φαρμακευτικές (βραδυκαρδικά ή αντιαρρυθμικά φάρμακα) όσο και επεμβατικές μεθόδους (κατάλυση/ ablation κολπικής μαρμαρυγής).

Πρόκειται συνήθως για ένα πολύ έντονο άλγος που εντοπίζεται διάχυτα στην περιοχή του θώρακα, στην πλειονότητα οπισθοστερνικά με πιθανά σημεία αντανάκλασης τα άνω άκρα και συνήθως την έσω επιφάνεια του αριστερού χεριού, τη μεσωμοπλάτια χώρα στη ράχη, την περιοχή του τραχήλου και της κάτω γνάθου ή σπανιότερα το επιγάστριο (το μέσον του ανώτερου τριτημορίου της κοιλιάς). Το άλγος αυτό δεν επηρεάζεται από αναπνευστικές κινήσεις, ενώ δεν αναπαράγεται με την ψηλάφηση ή την πλήξη. Πιο ύποπτο θεωρείται το άλγος εκείνο που εκλύεται ή επιδεινώνεται στην προσπάθεια ενώ υφίεται με την ανάπαυση. Η διάρκειά του ποικίλει συνήθως όμως είναι >15-20 λεπτά.

Η φράση «συγγενής καρδιοπάθεια» αναφέρεται στις διάφορες ανωμαλίες της καρδιάς που υπάρχουν εκ γενετής. Άλλοι όροι, όπως διαταραχή ή έλλειμμα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί για καρδιοπάθεια. Υπάρχουν τρεις κύριοι τύποι ανωμαλιών.  

Μπορεί να υπάρχει «στένωση» σε κάποιο από τα τμήματα της καρδιάς, όπως στις βαλβίδες της ή στα αιμοφόρα αγγεία έξω από την καρδιά. Αυτή η στένωση εμποδίζει τη ροή του αίματος και ασκεί τάση στον καρδιακό μυ. Σε σοβαρές περιπτώσεις, η ροή του αίματος περιφερικότερα της στένωσης ​​μπορεί να μειωθεί.  

Μπορεί να υπάρχουν τρύπες στα χωρίσματα (διαφράγματα) μεταξύ των κοιλοτήτων της καρδιάς. Αυτές οι επικοινωνίες επιτρέπουν τη ροή αίματος από τη μια πλευρά της καρδιάς στην άλλη (που ονομάζεται «shunt»). Καθώς η αρτηριακή πίεση είναι υψηλότερη στην αριστερή πλευρά, το αίμα ρέει (απομακρύνεται) από τα αριστερά προς τα δεξιά και έχει ως αποτέλεσμα αυξημένη ροή στους πνεύμονες. Οι κανονικές επικοινωνίες που υπάρχουν κατά τη γέννηση μπορεί να παραμένουν μεταξύ των κύριων αιμοφόρων αγγείων που συνδέονται με την καρδιά, π.χ. ανοικτός αρτηριακός πόρος (Patent Ductus Arteriosus). Αυτό έχει επίσης ως αποτέλεσμα αυξημένη ροή αίματος στους πνεύμονες.

Παραδείγματα: VSD (έλλειμμα μεσοκοιλιακού διαφράγματος) και ASD (έλλειμμα μεσοκολπικού διαφράγματος). Τα κύρια αγγεία μπορεί να συνδέονται με την καρδιά σε μη φυσιολογική θέση.

Παράδειγμα: Μετάθεση των μεγάλων αρτηριών. Σε αυτή την ανωμαλία, η αορτή προέρχεται από τη δεξιά κοιλία και η πνευμονική αρτηρία από την αριστερή κοιλία. Έτσι, το αίμα που επιστρέφει από τις φλέβες επαναπροωθείται πίσω στη συστηματική κυκλοφορία, με αποτέλεσμα «κυάνωση» (γαλάζια απόχρωση του δέρματος). Στη νεογνική περίοδο, ο αρτηριακός πόρος και το ωοειδές τρήμα παραμένουν ακόμη ανοιχτά και επιτρέπουν στο οξυγονωμένο αίμα να εισέλθει στην κυκλοφορία. Το νεογνό συνήθως επιβιώνει συνήθως για μερικές τουλάχιστον ημέρες, μέχρι να μπορέσει να οργανωθεί αποτελεσματική θεραπεία και χειρουργική παρέμβαση.

Σημείωση: Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει συνδυασμός ανωμαλιών.

Παράδειγμα: Συνδυασμός VSD με πνευμονική στένωση στην τετραλογία της Fallot.Στην καρδιακή αυτή ανωμαλία ο «δρόμος» προς τους πνεύμονες από τη δεξιά κοιλία περιορίζεται (στένωση πνευμονικής). Τμήμα του μη οξυγονωμένου αίματος περνάει μέσα από το VSD στην αορτή, με αποτέλεσμα κυάνωση (γαλάζια απόχρωση του δέρματος). Ορισμένα πάσχοντα νεογνά μπορεί ψευδώς να φαίνονται φυσιολογικά για αρκετές εβδομάδες ή μήνες έως ότου αρχίσει να επιδεινώνεται η κυάνωση, καθώς η στένωση γίνεται πιο σοβαρή.

Οι καρδιακές ανωμαλίες είναι παρούσες σε περίπου 10 ανά 1.000 γεννήσεις νεογνών. Μερικές από αυτές είναι ήπιες και δεν προκαλούν σημαντικές διαταραχές στην καρδιακή λειτουργία. Σε πολλές περιπτώσεις, τέτοια μικρά προβλήματα δεν χρειάζονται καν θεραπεία και δεν επηρεάζουν την καθημερινή ζωή ή την υγεία του παιδιού. Σε περίπου πέντε όμως, από αυτά τα δέκα άτομα με συγγενή καρδιοπάθεια, υπάρχουν σοβαρότερες ανωμαλίες. Η συνολική συχνότητα όλων των γεννητικών διαταραχών που επηρεάζουν διάφορα μέρη του σώματος είναι αρκετά μεγάλη. Ορισμένες διαταραχές εμφανίζονται σε περίπου 25 ανά 1.000 γεννήσεις νεογνών. Αυτό, ωστόσο το ποσοστό, συμπεριλαμβάνει και πολλές μικρές ανωμαλίες με μικρή επίπτωση στη μετέπειτα ζωή του παιδιού.

Οι οπές (ή επικοινωνίες) μεταξύ των κόλπων και μεταξύ των δύο κύριων αρτηριών (αορτής και πνευμονικής αρτηρίας) υπάρχουν κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής ζωής και έως τη γέννηση. Αυτά συνήθως κλείνουν τις πρώτες μέρες ή εβδομάδες μετά τη γέννηση. Αυτές οι επικοινωνίες επιτρέπουν στο αίμα να παρακάμψει την πνευμονική κυκλοφορία πριν από τη γέννηση, καθώς οι πνεύμονες δεν είναι ακόμη λειτουργικοί.

Η τρύπα που συνδέει τις δύο κύριες αρτηρίες έξω από την καρδιά είναι γνωστή ως βοτάλλειος πόρος ή αρτηριακός πόρος («ductus arteriosus»), ενώ η τρύπα που συνδέει τους δύο κόλπους ονομάζεται ωοειδές τρήμα («foramen ovale»). Μεταξύ των κοιλιών κατά τη γέννηση δεν υπάρχει τρύπα στην φυσιολογική καρδιά. Αυτές υφίστανται εμβρυολογικά κατά την εγκυμοσύνη, κατά την πρώιμη περίοδο της φυσιολογικής ανάπτυξης της καρδιάς, αλλά κλείνουν πολύ πριν τη γέννηση.